Από την ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
1. Ανθρωπογεωγραφία
Η Σαντορίνη ή Θήρα, μαζί με την Ανάφη, είναι το νοτιότερο νησί των Κυκλάδων, απέχει 134 ναυτικά μίλια από τον Πειραιά και 68 από το λιμάνι του Ηρακλείου Κρήτης. Η θέση της ως σταθμού στις θαλάσσιες επικοινωνίες ανάμεσα στην Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα από τη μία, και η ηφαιστειακή προέλευση του εδάφους της από την άλλη,
καθορίζουν την πολιτιστική εξέλιξη του νησιού από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Το νησί ονομαζόταν Στρογγυλή λόγω του σχήματός του, αλλά μετά την τεράστια έκρηξη του ηφαιστείου, το 17ο αι. π.Χ., το κεντρικό της τμήμα καταβυθίστηκε, δημιουργώντας την εντυπωσιακή καλντέρα. Το σημερινό έδαφος είναι αρκετά πεδινό και άνυδρο με ψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία (567 μ.). Οι ακτές, ιδιαίτερα στην ανατολική πλευρά, είναι εξαιρετικά ομαλές, χωρίς έντονο διαμελισμό, σχηματίζοντας όμορφες παραλίες.
Το τοπίο της Θήρας, μαζί με τους αρχαιολογικούς χώρους και την προσαρμοσμένη στη μορφολογία του εδάφους αρχιτεκτονική των οικισμών της, αποτελεί μοναδικό γεωλογικό και περιβαλλοντικό φαινόμενο, στο οποίο στηρίζεται μεγάλο μέρος της σημερινής τουριστικής αξιοποίησης του νησιού, μετατρέποντάς το σε έναν από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς σε παγκόσμια κλίμακα.
2. 1. Από την Προϊστορία ως τη Βυζαντινή περίοδο
Ο οικισμός του Ακρωτηρίου, ο οποίος ακμάζει κατά το α΄ μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ., αποτελεί την κυριότερη και πιο πλούσια πηγή πληροφοριών για τον πολιτισμό της προϊστορικής Θήρας. Η θέση κατοικείται από την Ύστερη Νεολιθική (5η χιλιετία π.Χ.) και την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.). Κατά τη Μεσοκυκλαδική περίοδο, αναπτύσσοντας στενές σχέσεις με τη μινωική Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα, ο οικισμός μετατρέπεται σε πολιτιστικό, οικονομικό, εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο του Αιγαίου που φτάνει στο απόγειό του κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο. Η τρομακτική έκρηξη του ηφαιστείου (περίπου 1650 π.Χ.) κατέστρεψε ολοσχερώς τον οικισμό, διατηρώντας κάτω από το παχύ στρώμα τέφρας τα κατάλοιπα του σημαντικού αυτού πολιτιστικού κέντρου.
Μετά την εγκατάλειψη 2-3 αιώνων, το νησί κατοικείται και πάλι κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο (ύψωμα Μονόλιθος). Φοίνικες εγκαθίστανται στο νησί το 13ο αι. π.Χ. και το ονομάζουν Καλλίστη, ενώ από τα τέλη του 12ου αι. π.Χ. το αποικίζουν Λακεδαιμόνιοι, με επικεφαλής τον Θήρα, από τον οποίο προέρχεται και το όνομά του.
Το κέντρο του νησιού στα ιστορικά χρόνια βρίσκεται στην ανατολική ακτή, στο βράχο του Μέσα Βουνού, όπου αναπτύχθηκε η πόλη της αρχαίας Θήρας με συνεχή κατοίκηση από τα Γεωμετρικά ως και τα Ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια (9ος - 3ος αι. π.Χ.). Η Θήρα τον 6ο αι. π.Χ. κόβει δικό της νόμισμα και συνδέει την τύχη της με την πορεία της μητρόπολής της, της Σπάρτης, κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Στα Ελληνιστικά χρόνια το νησί αναπτύσσεται και χρησιμοποιείται ως ναυτική και στρατιωτική βάση των Πτολεμαίων, ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δραστηριότητα.
2. 2. Από το Βυζάντιο ως τη λατινοκρατία
Οι μόνες σημαντικές πληροφορίες για την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο είναι ότι από τον 4ο αι. μ.Χ. το νησί ασπάστηκε το χριστιανισμό και συγκρότησε την επισκοπή Θήρας. Μετά τον 9ο αι. μ.Χ. η Θήρα εντάσσεται στο θέμα του Αιγαίου. Ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός (1081-1118) ίδρυσε το ναό της Παναγίας Επισκοπής στη Γωνιά, στο κέντρο του νησιού.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), η Θήρα γίνεται έδρα της μίας από τις τέσσερις λατινικές επισκοπές του δουκάτου του Αιγαίου και παραχωρείται μαζί με τη Θηρασία στο βαρόνο Ιάκωβο Βαρότση ως το 1335, οπότε τίθεται κάτω από την ηγεμονία του Νικόλαου Σανούδου, δούκα της Νάξου, της πρωτεύουσας του λατινικού κρατιδίου. Οι Λατίνοι έδωσαν στο νησί το όνομα Σαντορίνη από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης (Santa Irene), την οποία πρωτοαντίκρυσαν όταν το προσέγγιζαν. Τα επόμενα χρόνια και ως το 1487 το νησί αλλάζει κυρίους ανάμεσα στις φραγκικές οικογένειες των Σανούδων, των Κρίσπι και των Πιζάνι. Το 1487 προσαρτάται μαζί με το δουκάτο του Αιγαίου στη Βενετία.
Σε όλη τη διάρκεια της κυριαρχίας των Φράγκων οι πειρατικές επιδρομές σφράγισαν αποφασιστικά την οικονομική, δημογραφική και κοινωνική ζωή του νησιού. Επιπλέον, κατά την περίοδο αυτή μέρος των κατοίκων ασπάστηκε το καθολικό δόγμα.
2. 3. Οθωμανική κυριαρχία και σύγχρονη εποχή
Το 1537 η Σαντορίνη λεηλατήθηκε από το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, και το 1566 πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών. Οι τελευταίοι παραχώρησαν προνόμια στους κατοίκους της, με συνέπεια την άνοδο του εμπορίου, της ναυτιλίας και τη μετατροπή του νησιού σε ισχυρό κέντρο με δυναμικό στόλο και σχέσεις με τα μεγάλα λιμάνια της εποχής (Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη). Το εμπόριο και η ναυτιλία αποτέλεσαν τους βασικούς τομείς ανάπτυξης και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, στο οποίο εντάχθηκε το 1830, αναδεικνύοντας την οικονομική ανεξαρτησία του νησιού και των κατοίκων του. Το 1941 η Σαντορίνη αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, στα πλαίσια της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 το νησί γνώρισε τη γερμανική κατοχή ως την απελευθέρωσή του.
Σημαντικό γεγονός της νεότερης ιστορίας είναι η έκρηξη του ηφαιστείου το 1956, η οποία οδήγησε στην εγκατάλειψη του νησιού από μεγάλο μέρος του πληθυσμού, υπογραμμίζοντας το διαχρονικό ρόλο των φυσικών δυνάμεων στη Σαντορίνη.
3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία
3. 1. 1. Θέση και χρονικό των ανασκαφών
Ο προϊστορικός οικισμός του Ακρωτηρίου εκτείνεται σε μια μικρή πεδιάδα στο νότιο άκρο της Σαντορίνης, κοντά στο ομώνυμο σύγχρονο χωριό. Διέθετε δύο φυσικά λιμάνια προστατευμένα από τους δυνατούς βόρειους ανέμους που πνέουν στην περιοχή: το ένα διακρίνεται μέχρι σήμερα, εκεί όπου καταλήγει ο οικισμός προς τη μεριά της θάλασσας, ενώ το δεύτερο, ανατολικότερα, έχει επιχωματωθεί από υλικά με το πέρασμα των χρόνων. Όταν επικρατούν ευνοϊκές καιρικές συνθήκες οι όγκοι του Ψηλορείτη και των Λευκών Ορέων διακρίνονται επιβλητικοί. Η γειτνίαση με την Κρήτη έπαιξε καταλυτικό ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξης της πόλης του Ακρωτηρίου.
Πρόκειται για έναν από τους σπουδαιότερους προϊστορικούς οικισμούς που έχουν ανασκαφεί στο Αιγαίο, με σημαντικότατα ευρήματα και τεράστια συμβολή στην κατανόηση του κυκλαδικού πολιτισμού από την 4η ως τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ.
Οι πρώτες αναφορές για αρχαιότητες στο Ακρωτήρι (1867) γίνονται από τους Γάλλους μελετητές Gorceix και Mamet, ενώ ο Γερμανός Zahn (1899) επικεντρώνεται στον Ποταμό, περιοχή ανατολικά του Ακρωτηρίου, όπου εντόπισε και ανέσκαψε κατάλοιπα της ίδιας περιόδου. Επιφανειακή έρευνα πραγματοποιήθηκε πολύ αργότερα, το 1962, από τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, με σκοπό να εντοπιστούν οι περιοχές που είχαν ερευνήσει οι προηγούμενοι μελετητές. Ένας άλλος στόχος του Μαρινάτου ήταν να επαληθεύσει τη θεωρία του ότι η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης ήταν υπεύθυνη για την καταστροφή των ανακτόρων στην Κρήτη στα μέσα του 15ου αι. π.Χ. Έτσι, το 1967 ξεκίνησε οργανωμένη ανασκαφική έρευνα που ως το 1974 γινόταν υπό την εποπτεία του Μαρινάτου και από το 1976 μέχρι σήμερα πραγματοποιείται από τον καθηγητή Χρήστο Ντούμα και την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
Μέχρι τώρα έχουν μερικώς ερευνηθεί περίπου 11 στρέμματα, όμως, σύμφωνα με εκτιμήσεις, αποτελούν μόνο το 1/10 της συνολικής έκτασης του οικισμού.
Η έρευνα στην περιοχή, αλλά και στο νησί γενικότερα, δυσχεραίνεται σημαντικά λόγω των ηφαιστειακών υλικών, της τέφρας (άσπα) και της κίσσηρης (ελαφρόπετρα), που έχουν καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειάς του. Σε ορισμένα σημεία τα ηφαιστειακά στρώματα φτάνουν σε ύψος 60 μ., με αποτέλεσμα να έχουν καλυφθεί όλα τα ίχνη κατοίκησης που είναι προγενέστερα της μεγάλης έκρηξης του ηφαιστείου. Στην περιοχή του Ακρωτηρίου, κυρίως λόγω της διάβρωσης του εδάφους από φυσικά αίτια (νερό, αέρας), τα στρώματα αυτά είχαν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό και ήρθαν στο φως τα λίγα αρχιτεκτονικά λείψανα που προκάλεσαν το ενδιαφέρον των ερευνητών.
Η πόλη, της οποίας το αρχαίο όνομα μάς είναι άγνωστο, καταστράφηκε από τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου στη μετάβαση από την πρώιμη στην ώριμη φάση της Υστεροκυκλαδικής I περιόδου (μέσα 17ου αι. π.Χ.). Η κατοίκηση στην περιοχή ξεκίνησε στο τέλος των Νεολιθικών χρόνων. Η κεραμική αυτής της εποχής εντοπίστηκε κυρίως στο νότιο τμήμα της πόλης, χωρίς όμως δυστυχώς να συνοδεύεται από αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.
Πληθώρα ευρημάτων μαρτυρούν πλέον την κατοίκηση στην Πρωτοκυκλαδική περίοδο (2800-1800 π.Χ.): αρχιτεκτονικά λείψανα, κεραμική, πλήθος λίθινων και πήλινων ειδωλίων, λίθινα εργαλεία, αλλά και ταφές σε μορφή εγχυτρισμών στο εσωτερικό θαλάμων, λαξευμένων στο μαλακό ηφαιστειακό φυσικό βράχο. Σύμφωνα με τον Ντούμα, οι θάλαμοι αυτοί ταυτίζονται με νεκροταφείο της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου. Ο αντίστοιχος οικισμός, του οποίου μόνο περιορισμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα έχουν αποκαλυφθεί, εφόσον είτε καταστράφηκαν από ανοικοδομήσεις των επόμενων περιόδων είτε βρίσκονται ακόμη κάτω από τα μεταγενέστερα κτίσματα, πρέπει να βρισκόταν σε άμεση γειτνίαση.
Κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού (1800-1650 π.Χ.) η πόλη μετατράπηκε σε κοσμοπολίτικο λιμάνι και γνώρισε μεγάλη άνθηση. Τα περισσότερα κτήρια –που επιβίωσαν ως την τελική καταστροφή– θεμελιώθηκαν αυτή την περίοδο, αν και στη συνέχεια υπέστησαν αρκετές επισκευές κυρίως λόγω συχνών σεισμών. Ο πολεοδομικός ιστός της πόλης έγινε πυκνός, με ευρύ δίκτυο λιθόστρωτων δρόμων, που οδήγησαν από το ένα άκρο της πόλης στο άλλο, με πλατείες και ανεπτυγμένο αποχετευτικό σύστημα. Προς το τέλος της περιόδου αυτής το Ακρωτήρι, σημαντικό αστικό κέντρο πλέον, είχε δημιουργήσει ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων και ανταλλαγών, εμπορικών και πολιτιστικών, με τις υπόλοιπες Κυκλάδες, την ηπειρωτική Ελλάδα, τα Δωδεκάνησα, την Κρήτη, την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη. Προϊόντα πρώτης ανάγκης ή πολυτελείας ταξίδευαν προς αυτό ή από αυτό σε διάφορους προορισμούς.
Στο απόγειο της άνθησης έφτασε η πόλη στα μέσα του 17ου αι. π.Χ., λίγο πριν από την καταστροφή της από την έκρηξη. Οι κάτοικοι είχαν αποκτήσει μεγάλη τεχνική εξειδίκευση και ικανότητες που καθρεφτίζονται στα προϊόντα του υλικού πολιτισμού τα οποία έχουν φθάσει ως εμάς. Ήταν ικανοί ναυτικοί, αλιείς, μαραγκοί, οικοδόμοι, λιθοξόοι, αγγειοπλάστες, καλαθοπλέκτες, κοσμηματοποιοί. Την περίοδο αυτή γνώρισε εξαιρετική άνθηση και η τέχνη της τοιχογραφίας. Τα περισσότερα από τα κτήρια που έχουν ανασκαφεί μέχρι σήμερα έχουν τοιχογραφημένα ένα ή περισσότερα δωμάτια, κυρίως στον πρώτο όροφο, αλλά κάποιες φορές και στο ισόγειο. Εξαίρεση αποτελούν το κτήριο της Ξεστής 3 και πιθανότατα αυτό της Ξεστής 4 (δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η ανασκαφή του), που παρουσιάζουν μεγαλύτερα τοιχογραφημένα σύνολα με ολοκληρωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα. Τα κτήρια αυτά, κυρίως λόγω ευρημάτων, εικάζεται ότι αποτελούσαν διοικητικά ή θρησκευτικά κέντρα. Οι τοιχογραφίες είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την αρχαιολογική έρευνα γιατί λειτουργούν σα «φωτογραφίες» της εποχής εκείνης, δηλ. φαίνεται να αποδίδουν με πιστότητα διάφορες πρακτικές και τελετουργίες που διαφορετικά θα μας ήταν άγνωστες.
Η απουσία ανθρώπινων λειψάνων από την πόλη, που καταστράφηκε από το ηφαίστειο, φανερώνει ότι οι κάτοικοι είχαν απομακρυνθεί, προειδοποιημένοι για την επερχόμενη έκρηξη από ένα σεισμό. Το νεκροταφείο της πόλης δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί, ενώ υποθέτουμε πως κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού (18ος-19ος αι. π.Χ.) μεταφέρθηκε πιθανότατα στις παρυφές της πόλης, που είχε επεκταθεί σε μεγάλο βαθμό, και εγκαταλείφθηκαν οι προγενέστεροι «ταφικοί» θάλαμοι.
Από τα ευρήματα δεν επιβεβαιώθηκε η υπόθεση του Μαρινάτου σχετικά με την καταστροφή των ανακτόρων στην Κρήτη από την έκρηξη του ηφαιστείου ούτε η πεποίθησή του ότι το Ακρωτήρι αποτελούσε μινωική αποικία. Οι επιρροές που δέχθηκαν οι κάτοικοι του Ακρωτηρίου από τη μινωική Κρήτη ήταν σημαντικές και σε πολλαπλά επίπεδα. Διατήρησαν όμως τον κυκλαδικό χαρακτήρα τους αφομοιώνοντας και προσαρμόζοντας τα νέα στοιχεία στα δικά τους δεδομένα. Αυτό διακρίνεται έντονα σε όλες τις δραστηριότητες της ζωής τους.
Το πρόβλημα της απόλυτης χρονολόγησης της έκρηξης παραμένει ακόμη ανοιχτό. Οι υποστηρικτές της «χαμηλής» χρονολογίας την τοποθετούν γύρω στο 1500 π.Χ., ενώ αυτοί της «υψηλής» μεταξύ του 1700 και του 1610 π.Χ.
3. 2. Αρχαία Θήρα και άλλα μνημεία της Αρχαιότητας
Εκτός από το Ακρωτήρι, που είναι ο σημαντικότερος και με τα μεγαλύτερα ποσοστά επισκεψιμότητας αρχαιολογικός χώρος της Σαντορίνης, η Αρχαία Θήρα αποτελεί έναν εξίσου ενδιαφέροντα και εκτεταμένο αρχαιολογικό χώρο. Χτισμένη αμφιθεατρικά στο φυσικό οχυρό βράχο του Μέσα Βουνού (396 μ.) στην ανατολική πλευρά του νησιού, η αρχαία πόλη διασώζει τμήμα του οδικού δικτύου, κατάλοιπα των δημόσιων κτηρίων (αγορά, στοά, «στρατώνας της φρουράς», Γυμνάσιο, Θέατρο, Λουτρά), των ιερών των βασιλέων και των θεών (Ναοί των Πτολεμαίων, του Διονύσου, του Πυθίου Απόλλωνος, Τέμενος Αρτεμιδώρου Περγαίου, Ηρώο Καρνείου Απόλλωνος), αλλά και πολλά ερείπια ιδιωτικών οικιών. Ο χώρος είναι προσιτός, παρά το δύσβατο και απόκρημνο ανάγλυφο της περιοχής, μέσω ενός μονοπατιού είτε από το γειτονικό λόφο του Προφήτη Ηλία είτε μέσω μιας τεθλασμένης γραφικής διαδρομής στην αρχή και στη συνέχεια ενός μονοπατιού από το Καμάρι. Το σύνολο των θέσεων των Αρχαίων χρόνων κλείνει με την τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική της Περίσσας και το ναό της θεότητας Βασιλείας (3ος αι. π.Χ.) ανάμεσα στο Εμπορειό και το Μεγάλο Χωριό, που σήμερα έχει μετατραπεί στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου Μαρμαρίτη.
3. 3. Μνημεία του Μεσαίωνα και της Νεότερης εποχής
Από την περίοδο της Φραγκοκρατίας μπορεί κανείς να περιηγηθεί στα λείψανα του μεσαιωνικού οικισμού του Σκάρου με το καθολικό μοναστήρι της Παναγίας του Ροζαρίου, κοντά στο Ημεροβίγλι, και του οχυρωμένου οικισμού του Πύργου, στο κέντρο του νησιού, ο οποίος διασώζει τμήμα του τείχους και διαθέτει πολλές εκκλησίες (υπόσκαφος ναός του Αγίου Νικολάου του Κίσηρα, «Θεοτοκάκι» με ξυλόγλυπτο τέμπλο και εικόνες) του 16ου-17ου αιώνα.
Νοτιοανατολικά του Πύργου και μέσω μιας γραφικής διαδρομής προσεγγίζει κανείς το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία (αρχές 18ου αιώνα), το οποίο φιλοξενεί το Εκκλησιαστικό-Λαογραφικό Μουσείο με κρητικές εικόνες του 15ου αιώνα, χειρόγραφους κώδικες του 8ου αιώνα, εκκλησιαστικά σκεύη και άμφια, αλλά και βιβλιοθήκη. Επίσης, στο λαογραφικό τομέα του Μουσείου εκτίθενται δείγματα οικοσκευής και παραδοσιακών εργαλείων. Στο Μουσείο εκτίθεται η ιδιωτική συλλογή του Π. Νομικού, η οποία περιλαμβάνει αντικείμενα που προέρχονται από παλαιά αρχοντικά.
Τέλος, ο ναός της Παναγίας της Επισκοπής του 11ου αιώνα αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της βυζαντινής παρουσίας στο νησί.
4. Οι ασχολίες των κατοίκων σήμερα
Σήμερα ο τουρισμός αποτελεί τη βασική ασχολία των κατοίκων της Σαντορίνης, οι οποίοι ταυτόχρονα εξασκούν τη γεωργία, την αλιεία και τη ναυτιλία. Το ιδιαίτερα γόνιμο, λόγω ηφαιστειακής προέλευσης, αλλά άνυδρο έδαφος ευνοεί την καλλιέργεια των λαχανικών (ντομάτα, φάβα, λευκή μελιτζάνα) και των δημητριακών, ενώ διεθνούς φήμης είναι τα κρασιά της Σαντορίνης, αποτέλεσμα της εντατικής και ποιοτικής αμπελοκαλλιέργειας. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να κάνουμε στην εποχική και περιορισμένη συλλογή του κρόκου, αυτοφυούς φυτού στις Κυκλάδες με μεγάλη παράδοση από τα προϊστορικά χρόνια, όπως φαίνεται από τις τοιχογραφίες του Ακρωτηρίου, μέχρι σήμερα. Οι θεραπευτικές και φαρμακευτικές του ιδιότητες είχαν κάνει εξαιρετικά δημοφιλή την επεξεργασία του κατά την Αρχαιότητα, ενώ η χρήση του στη μαγειρική και στη βαφή των παραδοσιακών ενδυμάτων οδήγησε στις μέρες μας στην αναβίωση της συλλογής του, η οποία αποτελεί μικρή ιεροτελεστία για όσους συμμετέχουν σε αυτή, ιδιαίτερα για τις γυναίκες.
5. Η εικόνα της Σαντορίνης σήμερα
Οι οικισμοί του νησιού είναι χτισμένοι στο φρύδι της καλντέρας προσφέροντας ιδανική θέα στους επισκέπτες, οι οποίοι μέσω ενός κεντρικού οδικού δικτύου και αρκετών γραφικών διαδρομών και μονοπατιών μπορούν να απολαύσουν την ιδιόμορφη αρχιτεκτονική και το μοναδικό ηφαιστειακό τοπίο. Η πρωτεύουσα, τα Φηρά, αποτελεί τη σύγχρονη εικόνα του νησιού με το συνδυασμό παραδοσιακής και νεότερης τουριστικού χαρακτήρα αρχιτεκτονικής.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θήρας με ευρήματα από την αρχαία Θήρα και τα ιστορικά χρόνια, το Μουσείο Προϊστορικής Θήρας με μια σύγχρονη και αντιπροσωπευτική παρουσίαση των πολυάριθμων ευρημάτων του Ακρωτηρίου, η καθολική μητρόπολη και το μοναστήρι των Δομινικανών καλογριών, αλλά και το Μέγαρο Γκίζι (1700) που περιλαμβάνει χάρτες, πίνακες ζωγραφικής από τις Κυκλάδες καθορίζουν την πολιτιστική φυσιογνωμία της σημερινής πρωτεύουσας. Οι υπόλοιποι οικισμοί, όπως η Οία, το Ημεροβίγλι και ο Πύργος, διατηρούν περισσότερο παραδοσιακή εικόνα.
Η Οία (ή Απάνω Μεριά) απέχει περίπου 10 χλμ. από τα Φηρά, απέναντι ακριβώς από το νησί της Θηρασιάς. Χωροταξικά η εικόνα της κοινότητας Οίας συντίθεται από:την Οία, τον Περίβολα, την Φοινικιά, τον Θόλο και - στην βάση της Καλντέρας - το Αμμούδι και το Αρμένι, δύο όμορφες παραλίες, στις οποίες οδηγούν σκαλοπάτια από την Οία.
Ο οικισμός της Οίας, διοικητικό κέντρο ήδη πριν την οθωμανική κατάκτηση, στηριζόταν οικονομικά στο εμπόριο και τη ναυτιλία. Η ακμή της σημειώνεται στο τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα.Ο πληθυσμός της το 1890 ανερχόταν σε 2.500 άτομα. Αξίζει να σημειωθεί ότι 130 από τα πλοία του στόλου της Σαντορίνης ανήκαν σε Οιανούς, ενώ στο Αρμένι λειτουργούσε και μικρό ναυπηγείο.
Η Οία διαθέτει ένα αξιόλογο Ναυτικό Μουσείο με εκθέματα από τη ναυτική της ιστορία.
Σήμερα η Οία αποτελεί σημαντικό τουριστικό πόλο έλξης και ξεχωρίζει για την ιδιότυπη αρχιτεκτονική της με τα υπόσκαφα σπίτια και τα αρχοντικά. Ιδιαίτερα γνωστή είναι πάντως για τα φημισμένα ηλιοβασιλέματα, που προσελκύουν επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Οι τελευταίοι, παραταγμένοι με τις φωτογραφικές τους μηχανές τα καλοκαιρινά δειλινά, συνθέτουν ένα ιδιότυπο και χαρακτηριστικό του φαινομένου του μαζικού τουρισμού κοινωνικό τοπίο.
Λόγω της ιδιαιτερότητάς της, η κοινότητα της Οίας δεν αφομοιώθηκε διοικητικά στους υπόλοιπους δήμους του νησιού, αλλά συνεχίζει να αποτελεί ξεχωριστή διοικητική οντότητα.
Το σταφύλι αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά πλουτοπαραγωγικά στοιχεία στη Σαντορίνη από την Αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Από τον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου, στο νότιο άκρο του νησιού, έχουμε άμεσες και έμμεσες πληροφορίες για την καλλιέργειά του κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. Έτσι, στα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα εντοπίστηκαν απανθρακωμένοι σπόροι σταφυλιού και ένα πήλινο πατητήρι που υποδηλώνει την παραγωγή κρασιού. Μεγάλα πιθάρια με κρουνό από οικήματα της πόλης ίσως να χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση κρασιού, ενώ το ιδεόγραμμα του κρασιού που αναγνωρίστηκε σε επιγραφή της Γραμμικής Α΄ υποδηλώνει τη σπουδαιότητα του προϊόντος για την οικονομία του οικισμού.
Στις μέρες μας η καλλιέργεια του αμπελιού παραμένει η βασικότερη απασχόληση των αγροτών και ακολουθούν η καλλιέργεια της φάβας, της σαντορινιάς ντομάτας και του κριθαριού. Σύμφωνα με στοιχεία του 2001, η καλλιεργήσιμη γη στο νησί υπολογιζόταν περίπου σε 25.000 στρέμματα, στο 75% εκ των οποίων καλλιεργούνταν αμπέλια.
Εδώ και εκατοντάδες χρόνια οι κάτοικοι έχουν καθιερώσει έναν ξεχωριστό τρόπο κλαδέματος, την επονομαζόμενη «κουλούρα»: οι αμπελουργοί δίνουν στα κλήματα σχήμα χωρίς να τα υποστυλώνουν, προκειμένου να γλιτώσουν τον καρπό από τους δυνατούς ανέμους και να επωφελείται το φυτό από την υγρασία της γης στο άνυδρο περιβάλλον του νησιού.
Οι ποικιλίες παραμένουν σταθερές, καθώς η Σαντορίνη στάθηκε τυχερή και δεν επλήγη από τη φυλλοξήρα, η οποία κατέστρεψε τεράστιες εκτάσεις καλλιεργειών στον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι, ποικιλίες όπως το «ασύρτικο», το «αϊδάνι», το «αθήρι» και σε περιορισμένη ποσότητα η «μαντηλαριά» είναι συνυφασμένες με τον τόπο της Σαντορίνης. Τα πιο γνωστά κρασιά του νησιού θεωρούνται το λευκό ξηρό «νυχτέρι» και το κόκκινο γλυκό «βινσάντο»· και τα δύο ανήκουν στην κατηγορία Ονομασίας Προελεύσεως Ανώτερης Ποιότητας (ΟΠΑΠ). Το «νυχτέρι» πήρε το όνομά του από το γεγονός ότι οι αμπελουργοί «πατούν» τον καρπό τη νύχτα και το «βινσάντο» από την ιταλική έκφραση vin santo («άγιο κρασί», δηλαδή κρασί που προοριζόταν για χρήση στη μετάληψη). Σύμφωνα με άλλους η ονομασία προέρχεται από τη φράση «κρασί της Σαντορίνης» στα ιταλικά.
Ο πιο ενεργός οινοποιητικός φορέας του νησιού είναι η Ένωση Συνεταιρισμών Θηραϊκών Προϊόντων – Santo Wines και ακολουθούν πολλές εταιρείες, όπως οι Μπουτάρης, Σιγάλας Οινοποιεία, Κάναβα Αργυρός, Κάναβα Ρούσσος, Volkan Wines, Οινοποίηση Χατζηδάκης, Οινοποιείο Βενετσάνου. Με μακροχρόνια πείρα στην παραγωγή του κρασιού, προσφέρουν μεγάλη ποικιλία, εξαιρετική ποιότητα και προωθούν τα θηραϊκά προϊόντα τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό με διακρίσεις και βραβεία.
Το τεράστιο κενό που δημιουργήθηκε κάτω από την περιοχή του Αιγαίου μετά την καταβύθιση της λιθοσφαιρικής πλάκας της Αφρικής αποτέλεσε την πύλη εξόδου για τον απεγκλωβισμό μεγάλης ποσότητας μάγματος, λιωμένου πετρώματος πλούσιου σε άνθρακα. Η δραστηριότητα αυτή προκάλεσε το σχηματισμό του ενεργού ηφαιστειακού τόξου του νοτίου Αιγαίου, μιας γεωγραφικής ζώνης που περιλαμβάνει όλα τα ενεργά ηφαίστεια της Ελλάδας, αρχίζοντας από τον Ισθμό της Κορίνθου και τη χερσόνησο των Μεθάνων και καταλήγοντας μέσω της Μήλου και της Θήρας στη Νίσυρο.
Το ηφαίστειο της Θήρας βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του τόξου αυτού και έχει αποδειχθεί διαχρονικά το πιο δραστήριο από όλα. Πριν από 2,5 εκατ. χρόνια περίπου, ΝΔ της Σαντορίνης σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη έκρηξη μαγματικού υλικού, δημιουργώντας το ηφαιστειακό οικοδόμημα της περιοχής γύρω από τις νησίδες Χριστιανά, ενώ η εκρηκτική δραστηριότητα του μάγματος συνεχίστηκε στο σύμπλεγμα της Σαντορίνης πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια με μία ακόμη ισχυρή έξοδό του προς την επιφάνεια της γης. Αυτή υπήρξε η αιτία της διαμόρφωσης της κεντρικής κοιλότητας (κρατήρα) του ηφαιστείου, στο κέντρο της οποίας ξεχώριζε η κορυφή ενός υποθαλάσσιου ηφαιστείου.
Η μεγαλύτερη έκρηξη του ηφαιστείου, με βάση τις επιστημονικές έρευνες, έλαβε χώρα στα μέσα του 17ου αι. π.Χ. (1630 π.Χ.) και είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του ακμάζοντος οικισμού του Ακρωτηρίου στα ΝΔ του νησιού, ο οποίος είχε αναπτύξει αξιόλογο πολιτισμό με κοινωνική, πολεοδομική, οικονομική και καλλιτεχνική άνθηση και είχε επιδοθεί σε σημαντικές εμπορικές ανταλλαγές με το μινωικό πολιτισμό, αποτελώντας ένα από τα κύρια πολιτιστικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου. Ο οικισμός αυτός εντοπίστηκε το 1967 από το Σπυρίδωνα Μαρινάτο κάτω από παχύ στρώμα ηφαιστειακής τέφρας και κίσσηρης, ένδειξη του μεγάλου μεγέθους της έκρηξης που άφησε σχεδόν ακατοίκητο το νησί για δύο-τρεις αιώνες.
555555
7. 2. Οι πρώτες σεισμικές δονήσεις
Της έκρηξης προηγήθηκε ένας ισχυρός σεισμός ενδιάμεσου βάθους, ο οποίος απομάκρυνε τους κατοίκους από τον οικισμό και τους οδήγησε σε πρόχειρους καταυλισμούς. Οι κάτοικοι επέστρεψαν στο διάστημα μεταξύ του σεισμού και της έκρηξης για να διασώσουν τα υπάρχοντά τους και να επισκευάσουν τα σπίτια τους. Η έκρηξη του ηφαιστείου τούς βρήκε να έχουν ήδη εγκαταλείψει μαζικά τον οικισμό, ίσως προειδοποιημένοι από μικροδονήσεις. Έτσι δικαιολογείται το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των ανασκαφών δε βρέθηκαν ανθρώπινοι σκελετοί εντός του οικισμού.
Η πρώτη φάση της έκρηξης περιλαμβάνει, μετά τη διάρρηξη του κρατήρα στο κέντρο του νησιού, την εκτίναξη σε ύψος πολλών χιλιομέτρων μικρής ποσότητας κίσσηρης και τέφρας, η οποία κάλυψε όλο το νησί με ένα ρόδινο και κοκκωτό στρώμα πάχους 2-3 εκατοστών, ενώ οι συνεχείς στρώσεις κίσσηρης που ακολούθησαν έφθαναν στα Φηρά ως και τα 6 μ. Ταυτόχρονα, η τέφρα δημιούργησε ένα διάπυρο νέφος, το οποίο με την επίδραση των ανέμων απλώθηκε πάνω από τις Κυκλάδες, μεταφέρθηκε νοτιοανατολικά και με τη βοήθεια της βροχής κάλυψε πολλές περιοχές του ανατολικού Αιγαίου και της μικρασιατικής ακτής (Ρόδος, Κως, Μίλητος). Κατά την επόμενη, παροξυσμική φάση της έκρηξης, τεράστιες ποσότητες κίσσηρης και τέφρας εκτινάχθηκαν από τον κρατήρα σε ύψος που έφθανε και τα 35 χλμ. και με μεγάλη ταχύτητα, σχηματίζοντας πάνω από το νησί ένα στερεοποιημένο θόλο επισχέσεως, η κατάρρευση του οποίου προκάλεσε τον απότομο και βίαιο διασκορπισμό της τέφρας προς την περιφέρεια. Ταυτόχρονα, διάπυρη λάβα εκχύθηκε από το ηφαίστειο και, αφού στερεοποιήθηκε, κάλυψε όλο το ανάγλυφο του νησιού, φθάνοντας και τα 50 μ. στο κέντρο του.
Το υπολογιζόμενο σε περίπου 30 κυβικά χιλιόμετρα ηφαιστειακό υλικό που εκτοξεύθηκε δημιούργησε ένα τεράστιο υπόγειο μαγματικό θάλαμο, η κατάρρευση της οροφής του οποίου συμπαρέσυρε μεγάλο τμήμα της Σαντορίνης, προκαλώντας τη σταδιακή υποχώρηση του ηφαιστειακού εγκοίλου και το σχηματισμό της καλντέρας με έκταση 85 τ.χλμ., διάμετρο 7-11 χλμ., και βάθος 780 μ., από τα οποία τα 450 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στη συνέχεια, η βίαιη εισβολή της θάλασσας στην καλντέρα από τα ρήγματα στα βόρεια και στα δυτικά, και παράλληλα η απότομη μεταβολή του βάθους του θαλάσσιου πυθμένα είχαν άμεσο αποτέλεσμα την πρόκληση τεράστιων και ισχυρών παλιρροϊκών κυμάτων, τα οποία έπληξαν πρώτα τις ακτές της Κρήτης και του νοτιοανατολικού Αιγαίου και στη συνέχεια υπολογίζεται ότι έφθασαν ως τις ακτές της ανατολικής Μεσογείου. Από το παλαιότερο στρογγυλό σχήμα του νησιού, μετά την έκρηξη, έμειναν στην επιφάνεια η Θήρα, η Θηρασία και το Ασπρονήσι, που η διάταξή τους θυμίζει την κυκλική περιφέρεια του προϊστορικού νησιού.
Κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων εκδηλώνονται περιοδικά εκρήξεις του ηφαιστείου, οι οποίες δημιουργούν έναν υποθαλάσσιο ηφαιστειακό κώνο, κορυφή του οποίου αποτελούν η Παλαιά Καμένη (46 μ.Χ.), η Μικρή Καμένη (1570 μ.Χ.) και η Νέα Καμένη (1707 μ.Χ.). Συνεχείς εκρήξεις του τελευταίου αιώνα (1926, 1939, 1950) προκαλούν την παροδική απομάκρυνση των κατοίκων και θυμίζουν πόσο η ζωή σε αυτό το νησί συνδέεται άρρηκτα με ένα από τα πιο σημαντικά ενεργά ηφαίστεια της Ελλάδας.
7. 6. Το ηφαίστειο και η καλλιέργεια
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο έδαφος του νησιού, το οποίο είναι εξαιρετικά άνυδρο, αλλά παράλληλα και αρκετά γόνιμο, κατάλληλο για την καλλιέργεια λαχανικών (ντομάτα, φάβα). Από το 18ο αιώνα και μετά, στο νησί αναπτύσσεται ιδιαίτερα η αμπελοκαλλιέργεια, με αποτέλεσμα σήμερα να θεωρείται σχεδόν μονοκαλλιέργεια. Στην υψηλή ποιότητα των αμπελιών και του κρασιού συμβάλλει το έδαφος, το οποίο απορροφά τους θερμούς υδρατμούς που εκλύονται από το ηφαίστειο και τους μεταδίδει στα αμπέλια, βοηθώντας στην ομαλή ωρίμανσή τους και υποκαθιστώντας την έλλειψη νερού. Η φύση πάντα ισορροπεί και αποδεικνύει πως διαθέτει τους μηχανισμούς να μετατρέπει σε πλεονεκτήματα τα φαινομενικά μειονεκτήματα. Σήμερα τα κρασιά της Σαντορίνης είναι φημισμένα παγκοσμίως για την ποιότητα και τη γεύση τους, αν και εξαιτίας της ανάπτυξης του τουρισμού, έχει μειωθεί το ποσοστό των ανθρώπων που ασχολούνται με την καλλιέργεια. Παλαιότερα ένα ολόκληρο δίκτυο παραδοσιακών επαγγελμάτων ζούσε από την αμπελοκαλλιέργεια, όπως οι αγωγιάτες που μετέφεραν το κρασί σε όλο το νησί, οι βαρελοποιοί που κατασκεύαζαν τα ανθεκτικά βαρέλια, μέσα στα οποία ωρίμαζε το κρασί, οι τυλιχτές που προσπαθούσαν με συρμάτινους και άλλους μηχανισμούς να προστατεύσουν τα αμπέλια από τους δυνατούς ανέμους που πλήττουν το νησί και φυσικά οι αγρότες.
7. 7. Το ηφαίστειο και ο τουρισμός
Η σημερινή εικόνα της Σαντορίνης αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά και ιδιαίτερα τοπία σε ολόκληρο τον κόσμο. Το φαιοκάστανο και γκριζότεφρο χρώμα της θηραϊκής γης σε συνδυασμό με τους παραδοσιακούς σύγχρονους οικισμούς, που είναι χτισμένοι στο φρύδι της μεγαλύτερης καλντέρας του κόσμου, δημιουργούν έναν απαράμιλλο συνδυασμό ανάμεσα στο φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον. Το τοπίο διαφέρει ριζικά από το υπόλοιπο Αιγαίο και έχει μετατρέψει το νησί σε τουριστικό προορισμό πρώτης προτεραιότητας σε παγκόσμια κλίμακα.
Το ηφαίστειο της Σαντορίνης καθορίζει τη ζωή του νησιού και αποτελεί την αιτία που το κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσα σε χιλιάδες μικρά και μεγάλα νησιά του αρχιπελάγους του Αιγαίου. Χωρίς το ηφαίστειο, η Σαντορίνη σήμερα πιθανώς να ήταν άλλο ένα απλώς όμορφο ελληνικό νησί, όπως όλα τα γειτονικά της. Ωστόσο, η επιβλητική παρουσία της καλντέρας και οι υδρατμοί που πολλές φορές αναβλύζουν από τον κρατήρα του ενεργού ηφαιστείου αποκαλύπτουν πόσο λεπτά είναι τα όρια ανάμεσα στην ευημερία και την καταστροφή, και υπενθυμίζουν ότι όλοι οι πολιτισμοί στηρίχθηκαν στην πτώση των προηγουμένων. Ταυτόχρονα η εικόνα του Ακρωτηρίου μαρτυρά πόσο άνιση μπορεί να γίνει η μάχη ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.
7. 8. Το ηφαίστειο και ο μύθος της Ατλαντίδας
Μια άλλη μορφή επίδρασης του ηφαιστείου έχει να κάνει με τους μύθους που έχουν αναπτυχθεί γύρω από το πολιτιστικό επίπεδο του νησιού πριν από τη μεγάλη έκρηξη. Η γοητεία που ασκεί διαχρονικά ο μύθος της Ατλαντίδας σε συνδυασμό με την άλλοτε καιροσκοπική και άλλοτε αφελή σύνδεση της προϊστορικής Θήρας με την εξελιγμένη, αλλά τιμωρημένη από τους θεούς για την υπερβολή της πολιτεία, που περιγράφει αλληγορικά ο Πλάτων, έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη και έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές για να δικαιολογήσει δημοφιλή όσο και ψευδοεπιστημονικά ιδεολογήματα πολιτιστικής πρωτοπορίας και υπεροχής, ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη του οικισμού του Ακρωτηρίου.
(Κωνσταντίνος Τσώνος)
Οι ιδιαίτερες γεωλογικές συνθήκες του νησιού οδήγησαν σε πρωτότυπες αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές κατευθύνσεις και επιλογές. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Σαντορίνης, ενώ είναι ενταγμένη στην αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική, διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις ειδικές συνθήκες του νησιού, τις οποίες και εκμεταλλεύθηκε δημιουργώντας ένα εντελώς ιδιόμορφο και πολύπλοκο οικοδομικό περιβάλλον. Τα κτίσματα λειτουργούν αυτόνομα αλλά και ως σύνολα, οργανωμένα σε οικιστικές ενότητες μέσω μιας ειλικρινούς και ισορροπημένης σχέσης με τον τόπο και τις «παραξενιές» της γης.
8. 2. Παραδοσιακή αρχιτεκτονική
Οι οικισμοί της Σαντορίνης μπορούν να διακριθούν σε κατηγορίες: α. γραμμικοί, που αναπτύσσονται στο χείλος της καλντέρας, όπως τα Φηρά και η Οία, β. οχυροί, που αναπτύσσονται γύρω από τα τείχη ενός οχυρού πυρήνα, όπως ο Πύργος και ο Εμπορειός, και γ. υπόσκαφοι, που ακολουθούν τους βραχίονες ενός ποταμού σκαμμένοι μέσα στη θηραϊκή γη, όπως ο Βόθωνας, η Φοινικιά και το Καρτεράδο.
8. 2. 2. Οικοδομικά υλικά και τα κτίσματα
Τα μοναδικά οικοδομικά υλικά της Σαντορίνης συντέλεσαν επιπρόσθετα στη μορφοπλαστική ιδιαιτερότητα της τοπικής, παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για τη μαυρόπετρα, πολύ σκληρό υλικό για τους φέροντες τοίχους, την κοκκινόπετρα, συμπαγή για παραστάδες, υπέρθυρα και επενδύσεις, και σπογγώδη για την κατασκευή θόλων, την κίσσηρη ή ελαφρόπετρα για βατά δώματα πάνω από τους θόλους, και την άσπα ή θηραϊκή γη, μέσα στα στρώματα της οποίας λαξεύονται οι υπόσκαφοι χώροι. Η τελευταία αποτελεί επίσης συστατικό εξαιρετικών κονιαμάτων με μεγάλες μηχανικές αντοχές για κατασκευή θόλων και σταυροθολίων χωρίς οπλισμό.
Καθώς η Σαντορίνη δε διέθετε ποτέ ξυλεία, οι υπόσκαφες και οι θολωτές κατασκευές συντέλεσαν στο έπακρο στην εξοικονόμηση οικοδομήσιμης ξυλείας. Τα υπόσκαφα κτίσματα είναι λαξευμένα στο κάθετο μέτωπο του στρώματος της ηφαιστειακής θηραϊκής γης. Η πρόσοψη των υπόσκαφων χτίζεται με πέτρινο τοίχο με ανοίγματα για το φωτισμό και τον αερισμό του εσωτερικού, σχεδόν πάντα συμμετρικά: εξώπορτα στον άξονα, παράθυρα δεξιά και αριστερά, και μικρός φεγγίτης πάνω από την πόρτα.
Οι θολωτές κατασκευές είναι κτιστές πάνω στο έδαφος ή ημίκτιστες (τμήμα κτιστό στην είσοδο και το υπόλοιπο υπόσκαφο). Ο θόλος αναπτύσσεται συνήθως κατά μήκος των στενών τοιχοποιιών από φέρουσα λιθοδομή. Η κατασκευή των θόλων είναι μια ειδική παραδοσιακή τεχνική που έχει εξελιχθεί με το πέρασμα του χρόνου και με τη συμβολή της εμπειρίας των τεχνιτών. Τα τοπικά οικοδομικά υλικά χρησιμοποιούνται με εντυπωσιακή ευχέρεια και οικονομία. Ξυλότυποι που αφαιρούνται και επαναχρησιμοποιούνται, χαλίκια κίσσηρης με ελάχιστο βάρος, χυτά ισχυρά κονιάματα με εξαιρετικές στατικές και υδραυλικές ικανότητες. Ο θόλος, ανάλογα με τις ανάγκες, είτε αφήνεται γυμνός είτε συμπληρώνεται με κίσσηρη ώστε να δημιουργηθεί ένα βατό δώμα. Καθώς το νερό είναι πολύτιμο αγαθό στα νησιά, τόσο οι θόλοι όσο και τα επίπεδα δώματα αποτελούν ένα σύστημα συλλογής των ομβρίων υδάτων στις υπόγειες συνήθως στέρνες.
Τα σπίτια στην Σαντορίνη -χτιστά ή υπόσκαφα- διακρίνονται επίσης σε αγροτικά και αστικά σύμφωνα με τη θέση τους στις παρυφές ή το κέντρο των οικισμών. Τα αγροτικά σπίτια βρίσκονται στην εξοχή ή στην περίμετρο των οικισμών. Πρόκειται περισσότερο για μια ενότητα ισόγειων κτισμάτων: το κυρίως σπίτι και τους ζωτικούς βοηθητικούς χώρους γύρω του (φούρνος, στέρνα, στάβλος, κοτέτσι, κάναβα, δηλαδή εργαστήριο παραγωγής κρασιού). Τα αστικά σπίτια βρίσκονται στο εσωτερικό των οικισμών και έχουν ακανόνιστο σχήμα και εξαιρετικά επινοητικούς τρόπους εξοικονόμησης και προσπέλασης των χώρων. Έχουν λιγότερους βοηθητικούς χώρους και αναπτύσσονται συνήθως σε διαφορετικά επίπεδα. Σε κεντρικές περιοχές των οικισμών, κυρίως με την ανάδυση της νέας κοινωνικής ομάδας των πλουσίων πλοιοκτητών και εμπόρων κατά το 19ο αιώνα, εμφανίστηκαν τα αρχοντικά σπίτια. Δημιουργήθηκαν έτσι ξεχωριστές συνοικίες με αρχοντικά, όπως ο Σιδεράς στην Οία. Τα αρχοντικά σπίτια έχουν μονολιθικό επιβλητικό όγκο και συμμετρικές μνημειακές προσόψεις.
Η αρχιτεκτονική στη Σαντορίνη σήμερα μοιάζει να παραπαίει προσπαθώντας να εξισορροπήσει πάνω σε διαφορετικές τάσεις και κατευθύνσεις. Οι περισσότερες βέβαια κινούνται με βάση την ακραία οικονομική – τουριστική εκμετάλλευση. Είτε πρόκειται για την ακριβή και γοητευτική είτε για τη λαϊκότερη εκδοχή της, η αρχιτεκτονική παραγωγή βασίζεται στη μίμηση και την εκμετάλλευση παραδοσιακών μορφών χωρίς καμία πρόθεση ειλικρινούς σχέσης με την ουσία της παράδοσης.
Συγγραφή : Τσώνος Κωνσταντίνος , Γεώρμα Φραγκούλα , Κέκου Εύα , Φιλίππα Παρασκευή (31/3/2005)
1 σχόλιο:
Εκπληκτική η Σαντορίνη και το άρθρο σας !!!
Μπορείτε να δείτε εδώ, ακόμα μερικές πληροφορίες για το νησί
Δημοσίευση σχολίου